- πολυταρβής
- πολυ-ταρβής, ές,A much-frightened, Nonn.D.43.360, AP9.816.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυταρβής — ές, ΜΑ πάρα πολύ φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. βαρυ ταρβής] … Dictionary of Greek
πολυταρβέα — πολυταρβής much frightened neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυταρβής much frightened masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)